- γερονταγωγώ
- γερονταγωγῶ (-έω) (Α)1. οδηγώ γέροντα, τον βοηθώ να βαδίσει2. ειρων. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον που βρίσκεται σε γεροντική ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων (-οντος) + -αγωγώ < αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γερονταγωγῶ — γερονταγωγέω guide an old man pres subj act 1st sg (attic epic doric) γερονταγωγέω guide an old man pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek